-
1 αττέλεβος
-
2 ἀττέλεβος
-
3 ἀττέλεβος
-ου ὁ N 2 0-0-1-0-0=1 Na 3,17 -
4 βρύκος
Grammatical information: m.Other forms: βρύκαιναι ἱέρειαι ὑπὸ Δωριέων H. Also βρυχός κῆρυξ H.Origin: XX [etym. unknown]Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρύκος
-
5 βρύθακες
A silken tunics, Hsch. [full] βρύκαι· αἱ ἱεραί (leg. βρύκαιναι· ἱεραί ) ([place name] Dorian), Id. [full] βρῡκᾰνάομαι, = βρυχ-, Id. [full] βρυκεδανός· πολυφάγος, οἱ δὲ μακρός, Id. [full] βρυκετός, = βρυγμός, Id. [full] βρύκος· κῆρυξ (cf. βρύοχος) , οἱ δὲ βάρβαρος (cf. βρούχετος) , οἱ δὲ ἀττέλεβος (cf. βροῦκος), Id. [full] βρυκταία, a kind of plant, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρύθακες
-
6 κεπφαττελεβώδης
κεπφαττελεβώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεπφαττελεβώδης
-
7 ὀκορνός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκορνός
-
8 ἀττέλαβος
Grammatical information: m.Meaning: edible `locust' (Hdt.).Other forms: ἀττέλεβος (LXX), cf. ἀττελεβόφθαλμος (Eub.); also Thess. PN ᾽Αττελεβει[ος], ἀτ(τ)ελεβαία Masson, Mus. Helv. 43 (1986) = OGS II, 486. ἀττελὰβη· ἀκρίδας H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. Semitic etymology by Lewy Fremdw. 17 n. 1. Strömberg Wortstudien 16 reckons with Egyptian origin. Clearly a substr. word (note - βος).Page in Frisk: 1,182Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀττέλαβος
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский